φωταγωγικός

φωταγωγικός
-ή, -ό
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φωταγώγηση (βλ. λ.).
2. το ουδ. ως ουσ., φωταγωγικό (βλ. λ.).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • φωταγωγικός — ή, ό / φωταγωγικός, ή, όν, ΝΜ [φωταγωγός] το ουδ. ως ουσ. τὸ φωταγωγικό(ν) (ενν. τροπάριο) (λειτ.) καθένα από τα συγγενή με τα εξαποστειλάρια μεμονωμένα οκτώ τροπάρια, ένα για κάθε ήχο τής βυζαντινής μουσικής, τα οποία δεν ψάλλονται αλλά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”